Πυρκαγιές: δεν μας λείπει ο «κόπος», μας λείπει ο «τρόπος»!

Η χώρα μας το καλοκαίρι που πέρασε υπέστη ασυνήθιστα μεγάλες καταστροφές δασών. Η αντιπυρική περίοδος του 2023 καταγράφεται στις περιόδους που η καμένη έκταση υπερέβη το ένα εκατομμύριο στρέμματα. Και όπως ήταν αναμενόμενο, πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, αλλά και κάθε ένας που θεωρεί τον εαυτό του μέγα γνώστη, στα social media επιχείρησαν να δώσουν τη δική τους εκδοχή για τα αίτια.

Κάποιες τοποθετήσεις είχαν ουσία και φανέρωναν γνώση και έρευνα στοιχείων, άλλες εξέφραζαν απλώς αυτό που θα ήθελαν να συμβαίνει οι φορείς του, άλλες διακινούσαν συνωμοσιολογίες για ξένους που βάζουν φωτιές, για να μας διώξουν τον τουρισμό ή υπονοούσαν τουρκικό δάκτυλο, άλλες βλέπανε τις φωτιές συνδεδεμένες με σχέδια για νέα αιολικά, λες και δεν μπορούν να μπουν αυτά σε μη καμένα δάση, εκεί που επιτρέπεται.

Κλειδί η ορθή αναγνώριση των αιτίων

Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο, ότι πρέπει να δεχτούμε πως η επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής επιβαρύνει σοβαρά την κατάσταση, αφαιρώντας υγρασία από τα δάση και καθιστώντας τα εύφλεκτα. Είναι όμως μέγα λάθος να τα ρίξουμε όλα σ’ αυτήν. Αιτίες που έχουν ερευνηθεί και τεκμηριωθεί στα προηγούμενα χρόνια φαίνεται πως έχουν τον κύριο λόγο, με την κλιματική αλλαγή να τις ενισχύει.

Ισχύουν αιτίες μακροχρόνιες και δύσκολα αντιστρέψιμες, όπως η εγκατάλειψη των δασών και δασικών εκτάσεων από την εντατική αιγοπροβατοτροφία (η υπερβολή της βλάπτει, όχι αυτή καθαυτή) γιατί το επάγγελμα του κτηνοτρόφου αυτής της  μορφής δεν είναι πια ελκυστικό. Άλλα επίσης δασικά επαγγέλματα, ασκούμενα από ανθρώπους, που φρόντιζαν το δάσος, όπως η ρητινοσυλλογή έχουν περιοριστεί.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από εκεί: η καύσιμη ύλη έχει αυξηθεί για τους παραπάνω λόγους και για έναν – παράδοξο – ακόμη: οι επιτυχημένες σε κατασταλτική δασοπυρόσβεση χρονιές συνεπάγονται επίσης συσσώρευση ξηρής καύσιμης ύλης. Η γενικότερη επίσης μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου και η χαλάρωση, εν σχέσει με το παρελθόν, σχετικά με την πυροφύλαξη ταχείας ειδοποίησης (πριν δεκαετίες οι κάτοικοι των αγροτικών κοινοτήτων είχαν 1-2 μέρες κάθε καλοκαίρι βάρδια πυροφύλακα) με στόχο την άμεση ειδοποίηση των αρχών, σήμερα αυτό γίνεται αποσπασματικά όπου υπάρχουν εθελοντικές ομάδες, οι Δήμοι δεν δίνουν έμφαση.

Ας μην ξεχνάμε ακόμη γνωστές και αποδειγμένα υπαρκτές αιτίες, όπως οι σπινθήρες από το κακά συντηρημένο δίκτυο των δικτύων υψηλής τάσης ρεύματος,  σπινθήρες που γνωρίζουμε ότι ευθύνονται για πυρκαγιές του παρελθόντος σε μεγάλα υψόμετρα βουνών, όπως ό Ταΰγετος. Η κλιματική αλλαγή αυξάνει και τον αριθμό των συμβάντων «ξηρής καταιγίδας», πτώσης κεραυνών χωρίς βροχή, φαινόμενο που φαίνεται να ευθύνεται για την μεγα-πυρκαγιά του Έβρου, αλλά και για πυρκαγιές στη νότια Αττική.

Φυσικά υπάρχουν και οι εμπρησμοί, από αμέλεια τις περισσότερες φορές, από ανθρώπους που επιμένουν να βάζουν φωτιά για πρακτικούς λόγους ή να χρησιμοποιούν κοντά σε ξηρά καύσιμη ύλη εργαλεία που αφήνουν σπινθήρες μέσα στην απαγορευμένη περίοδο. Δεν συζητούμε τις περιπτώσεις των εμπρησμών με δόλο, καλώς έχει τεθεί το θέμα της αυστηροποίησης των ποινών για το έγκλημα αυτό.

Γιατί ξεφεύγουν βδομάδες οι πυρκαγιές;

Ένα ερώτημα που τίθεται από πολλούς είναι αυτό της αποτελεσματικότητας των κατασταλτικών αρχών, της Πυροσβεστικής πρωτίστως. Είναι σαφές ότι επί δεκαετίες η Πυροσβεστική όχι μόνο δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει την πείρα της Δασικής Υπηρεσίας, μετά τη βιαστική και χωρίς μελέτη μετακίνηση της αρμοδιότητας της κατάσβεσης δασικών πυρκαγιών σε αυτήν, αλλά και επιμένει (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) σε αρχές, όπως η αποφυγή του αντίπυρος ως μέσου αντιμετώπισης μεγαπυρκαγιών. 

Η Πυροσβεστική, όπως δείχνει η αδυναμία της να ελέγξει πυρκαγιές που φτάνουν και σε διψήφιο(!) αριθμό ημερών, δεν έχει αντιληφθεί ή δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει τις γνώσεις (δρόμοι, συμπεριφορά ανέμων, περιοχές ευκαιρίας για αναχαίτιση)  και μεθόδους που αντιστοιχούν στη φύση του δάσους, ως πολύπλοκου, μεγάλης έκτασης οργανισμού και όχι «στατικού» όπως ένα αστικό ακίνητο, πράγματα που απαιτούν την επιστημονική προσέγγιση της δασολογικής επιστήμης και εμπειρίας.

Τα μαθήματα μεθόδων που έδωσαν οι ρουμάνοι πυροσβέστες, που μας βοήθησαν, λένε πολλά, όπως και το γεγονός ότι φέτος(!), 25 τόσα χρόνια μετά, στέλνεται ομάδα στελεχών στο εξωτερικό για ειδική εκπαίδευση στη δύσκολη, επικίνδυνη, αλλά αποτελεσματική ως τελευταία καταφυγή, για τις μεγαπυρκαγιές, μέθοδο του αντίπυρος.

Τι να κάνουμε

Από την άλλη πλευρά, εύκολες λύσεις «με μια κίνηση» επαναφοράς της αρμοδιότητας στη Δασική Υπηρεσία περισσότερο την εντύπωση θα υπηρετήσουν παρά την ουσία. Με κάποιο τρόπο, μετά από σε βάθος διάλογο ειδικών, μάχιμων στελεχών και πολιτικών προσώπων, είναι φανερό ότι πρέπει να βρούμε τον τρόπο, πρόληψη και καταστολή πυρκαγιών να τεθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαχείρισης και ο κοινός στόχος να υπηρετηθεί και από την Δασική και από την Πυροσβεστική με ΕΝΙΑΙΟ στιβαρό συντονισμό (όχι δικέφαλα σχήματα) και ετήσια, όχι εποχική λογική. Φυσικά δεν πρέπει να υποτιμηθούν και τα χιλιοειπωμένα: εξαφάνιση των παράνομων αποθέσεων απορριμμάτων στα δάση, ΟΛΩΝ επιτέλους, έμφαση στην έγκαιρη ειδοποίηση μέσω πυροφυλάκων και drone, διεύρυνση και επέκταση αντιπυρικών ζωνών.

Πέραν των παραπάνω είναι σημαντικό να διερευνήσουμε και δύο ακόμη πλευρές έχοντας κατά νου ότι το μεσογειακό δάσος δεν έχει, παραδοσιακά, την μορφή αδιαπέραστης ζούγκλας, αλλά μάλλον «μωσαϊκού», όπου οι δασικές εκτάσεις εφάπτονται με λιβάδια και αγρούς: την σχεδιασμένη (όχι αυθαίρετη) απόδοση δασωμένων παλαιών αγρών σε νέα αγροτική χρήση και την εμπορική χρήση των πευκοδασών. Συν την συνέχιση προγραμμάτων αφαίρεσης καύσιμης ύλης, με προτεραιότητες όμως στα πιο ευάλωτα δάση και όχι κατανομή χρημάτων παντού εξίσου.

Η κυβέρνηση, όπως φάνηκε στη συζήτηση στη Βουλή την 1η Σεπτέμβρη, καταλαβαίνει ότι το παρόν μοντέλο δομικά δεν μπορεί να δώσει λύσεις, διστάζει όμως να προχωρήσει σε μια τολμηρή υιοθέτηση ενός ενιαίου σχήματος πυροπροστασίας με επιστημονικό συντονισμό από τη δασική Υπηρεσία, αρκούμενη να μιλάει για «συνεργασία».

Ας ευχηθούμε και ας πιέσουμε, για να μη χρειαστούν μια-δυο ακόμη τέτοιες χρονιές, για να προχωρήσει στην αναγκαία ριζική αλλαγή μοντέλου με την επιστήμη στο σχεδιασμό και το συντονισμό, την χρήση όλων των αποδεκτών μεθόδων, περιλαμβανομένου του αντίπυρος, τη συστηματική πρόληψη όλη τη χρονιά και τον έλεγχο του τι γίνεται όντως και τι μένει στην επιφάνεια.

Γιώργος Κανέλλης