ΛΙΓΝΙΤΗΣ ΓΙΑ 17 ΧΡΟΝΙΑ

Τα στοιχεία αυτά – γνωστά ασφαλώς στο υπουργείο Ανάπτυξης – θα ‘πρεπε κανονικά να έχουν προ πολλού λειτουργήσει ως το πιεστικότερο επιχείρημα υπέρ της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Στην ευρύτερη, λοιπόν, ζώνη της Μεγαλόπολης, με το σημερινό ρυθμό ετήσιας κατανάλωσης λιγνίτη το κοίτασμα επαρκεί μόνο για 17 ακόμη χρόνια.

Τα κοιτάσματα της Βόρειας Ελλάδας παρουσιάζουν  κάπως πιο άνετη εικόνα, φτάνουν για 34 χρόνια.

Παρά ταύτα χωροταξικό σχέδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν υπάρχει ακόμη (ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ έχει δηλώσει ότι θα ετοιμαστεί εντός του τρέχοντος έτους) και στο προωθούμενο ενεργειακό νομοσχέδιο, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες δεν περιορίζονται κατά ουσιαστικό τρόπο.

Για ποιο λόγο χρειάζεται να μας θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση στόχο το 20,1% της ενεργειακής μας παραγωγής να  είναι από ανανεώσιμες;

Δεν βλέπουμε τον ρυπογόνο μεν αλλά πολύτιμο για τη σταθερότητα του ενεργειακού μας συστήματος λιγνίτη (ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο) να τελειώνει;

Δεν θα ‘πρεπε σε δύο, τρία, ή πέντε χρόνια να έχουμε εγκαταστήσει αρκετές ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και γεωθερμικά συστήματα μαζί με την ενθάρρυνση των (ήδη πετυχημένων) ηλιοθερμικών ώστε, περιορίζοντας την ετήσια ανάλωση για διπλάσια ή και παραπάνω χρόνια ως σταθεροποιητή του συστήματος;

Χωρίς η σοβαρή οικονομική (αποφυγή προστίμων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για «δικαιώματα ρύπανσης» από τη συνθήκη του Κιότο) και περιβαλλοντική ωφέλεια.

Βέβαια μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει μια ΔΕΗ που αποφασίζει με στρατηγικά κριτήρια κι όχι με βάση το βραχυχρόνιο κέρδος.

Μια ΔΕΗ υποκείμενη στο μακροχρόνιο κοινωνικό συμφέρον και όχι στα χρηματιστηριακά παιχνίδια, στα οποία, με δηλώσεις του έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να την παραδώσει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης το επόμενο έτος.

Η ΔΕΗ δεν είναι μόνο επιχείρηση. Η ενέργεια δεν είναι απλώς ένα προϊόν όπως τ’ άλλα.

Πολλά εξαρτώνται από την έγκαιρη κατανόηση των παραπάνω απλών αληθειών.