ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΟΛΗ

Αν η «αειφόρος ανάπτυξη» είναι ένας αμφιλεγόμενος όρος, η «βιωσιμότητα», ή «αειφορία», δείχνει να συνιστά έναν κοινό τόπο δράσης, μια προγραμματική πλατφόρμα και μια ιδεολογική ομπρέλα που αγκαλιάζει τα επιμέρους αιτήματα του οικολογικού χώρου (και όχι μόνο). Μπορεί λοιπόν κανείς να συζητά–χωρίς τον κίνδυνο επιστημολογικών αμφισβητήσεων- για βιώσιμη γεωργία, βιώσιμη δασοπονία και αλιεία, ακόμη και για βιώσιμο ενεργειακό, συγκοινωνιακό ή βιομηχανικό σύστημα. Μπορεί  να μιλά για βιώσιμες κοινωνίες ή για βιώσιμες πόλεις.

                Η βιωσιμότητα μπορεί να αποτελέσει, το κοινό πεδίο αναφοράς για όλη εκείνη τη μακρά λίστα «αστικών» περιβαλλοντικών ζητημάτων που απετέλεσαν βασικό ερέθισμα για την συγκρότηση της οικολογικής σκέψης, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η έλλειψη πρασίνου, η κατάληψη του δημοσίου χώρου, η κυριαρχία του Ι.Χ αυτοκινήτου, η διόγκωση των στερεών αποβλήτων, η ρύπανση των φυσικών αποδεκτών. Όμως ο κατάλογος αυτός, όταν μιλάμε για τον αστικό χώρο, δεν μπορεί παρά να επεκταθεί, περιλαμβάνοντας και την ενδοχώρα εκείνη που τροφοδοτεί την πόλη. Νερό, ενέργεια και τρόφιμα έρχονται κατά κανόνα από πολύ μακριά, προκειμένου ο αστικός χώρος να επιτελέσει τις λειτουργίες του. Θέτοντας το αίτημα της βιωσιμότητας της πόλης, αναγκαστικά διατυπώνουμε προγραμματικές αρχές που αφορούν την ενδοχώρα της και, στην περίπτωση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, ευρύτατους χώρους συχνά απόμακρους ή και άγνωστους στους αστικούς πληθυσμούς.

                Υπό το φως των θεαματικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών, θα είχε πάντως νόημα να αναρωτηθεί κανείς αν η σύγχρονη πόλη, η εξαρτώμενη από τόσες εξωτερικές παραμέτρους και επηρεάζουσα τόσες άλλες, μπορεί να καταστεί βιώσιμη. Αν με άλλα λόγια, ένα ανοικτό σύστημα σαν την πόλη μπορεί να φτάσει σε ένα σημείο δυναμικής ισορροπίας, με ελαχιστοποιημένες εισροές και εκροές.

                Είτε πάντως αποδέχεται  κανείς, είτε όχι, την έννοια της βιωσιμότητας ως θεωρητική συμπύκνωση μακροχρόνιων προβληματισμών, θα πρέπει να δεχθεί ότι ο όρος προσφέρει θαυμάσιο έδαφος για συζήτηση, προβληματισμό και διατύπωση στρατηγικών κατευθύνσεων και επιμέρους πολιτικών. Η βιωσιμότητα κατά την άποψη μου, έχει το προσόν να προσφέρει μία προοπτική, ένα εργαλείο για δράση, ίσως και ένα όραμα. Θέτοντας ως στόχο την «βιώσιμη πόλη», αφενός διαπραγματεύεται το περίγραμμα μιας ουτοπίας, αφετέρου όμως είσαι υποχρεωμένος να διαπραγματευθείς ζητήματα που άπτονται της υλικότερης μορφής της καθημερινότητας: ζητήματα ελεύθερου χρόνου και εργασίας, οικειοποίησης και χρήσης του δημοσίου χώρου, βελτίωσης των κυκλοφοριακών συνθηκών, επανασύστασης της γειτονιάς, μείωση της ρύπανσης και του θορύβου, ανασυγκρότηση της φύσης μέσα στην πόλη και ακόμη ζητήματα αισθητικής , πολιτισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης τα οποία και ακούγονται λιγότερο  «καθημερινά» αλλά που είναι διεκδικήσιμα σε καθημερινή βάση. Το «βιώσιμο», έτσι οριζόμενο, εμφανίζεται ως το αντίθετο του «αβίωτου» και υπερβαίνει την απλή επιβίωση.

                Η σύγχρονη πόλη, οφείλει λοιπόν, να ξαναγίνει βιώσιμη για τους σημερινούς κατοίκους της και αειφόρος για τις μελλοντικές γενιές. Οι βιώσιμες πόλεις δεν πρέπει να ανήκουν στο χώρο της ουτοπίας. Η  βιωσιμότητα δεν είναι θέμα «αντικειμενικών νόμων» ούτε αποτέλεσμα κάποιας ιστορικής νομοτέλειας. Είναι συνάρτηση της συλλογικής βούλησης των ανθρώπων, είναι θέμα κουλτούρας και επιλογών. 

 

                                                                                            Νίκος   Τζανάκος