ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

    Όπως και να την πούμε όμως, συνιστά το μέγιστο παγκόσμιο ερώτημα, από την απάντηση στο οποίο θα εξαρτηθεί το μέλλον της παρούσης αλλά και των επομένων γενεών.

    Αν την πούμε «αειφορία» τα συνθετικά του όρου μας δίνουν το νόημα : ανάπτυξη τέτοια που ώστε οι διαθέσιμοι πόροι να μπορούν να καρποφορούν πάντα. Αν την πούμε βιώσιμη ανάπτυξη λέμε περίπου το ίδιο μ΄ άλλον τρόπο: ανάπτυξη τέτοια που να είναι ικανή να διατηρηθεί, να επιβιώσει, να μην αναλώσει, με οποιονδήποτε ρυθμό, αργό ή γρήγορο, εκείνα τα στοιχεία του πλανήτη μας που δεν μπορούν να αναπληρωθούν. Αλλιώς, ανάπτυξη τέτοια που να σέβεται τις αντοχές των στοιχείων εκείνων της βιόσφαιρας (του ζωντανού φλοιού του πλανήτη) που χρησιμοποιούνται ως παραγωγικοί πόροι, ήτοι να σέβεται την «φέρουσα ικανότητά τους».

   Και πρέπει να τονίσουμε ότι, αν και προβλήματα «φέρουσας ικανότητας», δηλαδή βιωσιμότητας, είχαν και προηγούμενοι πολιτισμοί, που άλλοτε οδήγησαν σε επιτυχείς προσαρμογές και άλλοτε σε τοπική περιβαλλοντική κατάρρευση και ερημοποίηση ( όπως στην αρχαία Μεσοποταμία π.χ.), το ανησυχητικά καινούριο για την εποχή μας, που προσδίδει και παγκόσμια σημασία στο θέμα, είναι ο πολλαπλασιασμός των τεχνολογικών δυνατοτήτων με τις οποίες ο βιομηχανικός πολιτισμός μπορεί να «κατακυριεύσει την γην», πέρα από κάθε σύγκριση και φαντασία για  κάθε άλλη εποχή.

                                                Οι όψεις της κρίσης

   Επιγραμματικά αναφέρω: ραδιενεργός μόλυνση, χημική βιομηχανία, παγκόσμιες μεταφορές, αποδάσωση, αλλοίωση της αναλογίας των αερίων της ατμόσφαιρας οδηγούν σε απειλητικά αποτελέσματα παγκοσμίου και όχι απλά τοπικού επιπέδου.

   Ποιες είναι οι όψεις της κρίσης; Ποια είναι τα μέτωπα όπου θα κριθεί η μάχη της βιωσιμότητας;

   Όπως αυτά συνοψίσθηκαν στην παγκόσμια διάσκεψη για την βιώσιμη ανάπτυξη, που έγινε στο Γιοχάνεσμπουργκ τον Σεπτέμβριο του 2002 τα κυριότερα, που, πάντως, συνιστούν όψεις ενός ενιαίου προβλήματος είναι:

προβλήματα πληθυσμού : ανισότητα κατανομής, υπερπληθυσμός, επιδημίες όπως το AIDS, η φυματίωση, η ηπατίτιδα

φτώχεια και ανισότητα ως πυροδότες περιβαλλοντικών συγκρούσεων και υποβάθμισης

η εκτατική και χημική γεωργία ως παράγων μείωσης των ειδών και πίεσης στα οικοσυστήματα

η κατάχρηση, οι ελλείψεις, η μόλυνση των πηγών και αποθεμάτων πόσιμου νερού

Η ραγδαία αποψίλωση των δασών, και όχι μόνο των τροπικών

Η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας (κλιματική αλλαγή) ως αποτέλεσμα του στηριγμένου στα ορυκτά καύσιμα ενεργειακού μοντέλου αλλά και μακροχρόνια μόλυνση από τη χρήση πυρηνικών εργοστασίων

Η ποιότητα του αέρα στις πόλεις

Η εξαπόλυση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στην φύση χωρίς συνολική γνώση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα και την υγεία

 

 Η στρατηγική της αειφορίας

   Ας πάμε τώρα σε μια από τις απαντήσεις που συγκροτούν στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης:

   Σε τι αποσκοπεί η κήρυξη μιας περιοχής σε προστατευόμενη, σε περιοχή δηλαδή με ειδική νομοθεσία που ορίζει τι επιτρέπεται και τι όχι, αλλά και που προβλέπει ειδικά κίνητρα, σχέδια και πρωτοβουλίες.

   Αποσκοπεί στη διατήρηση (να η βιωσιμότητα) αξιών που ανήκουν σ’ όλες τις γενιές και δεν επιτρέπεται να αναλωθούν ή καταστραφούν από μία όπως αρχαιολογικούς τόπων και μνημείων, φυσικών (γεωλογικών) χαρακτηριστικών, παραδοσιακών τρόπων ζωής και παραγωγής και τέλος της βιοποικιλότητας, του συνόλου δηλαδή των εν αλληλεξαρτήσει ζωντανών ειδών, φυτών και ζώων, μιας περιοχής.

   Όλα τα παραπάνω δεν έχουν μόνον αυταξία ως στοιχεία της φύσης και του πολιτισμού αλλά και οικονομική σημασία: για παράδειγμα αν εξαφανιστεί λόγω εντομοκτόνων από μια περιοχή μια ομάδα ειδών εντόμων που επικονιάζουν τα φυτά οι επιπτώσεις στις σοδειές θα είναι καταστρεπτικές.

   Οι προστατευόμενες περιοχές λοιπόν, δεν λειτουργούν μόνο ως «κιβωτοί του Νώε» για τα απειλούμενα ζωϊκά και φυτικά είδη αλλά και ως τράπεζες παραδοσιακών ποικιλιών φυτών και ζώων, πολύτιμων για την αναβάθμιση των εμπορικών ποικιλιών ή και τη σωτηρία τους σε περίπτωση μεταδοτικών ασθενειών.

                                                Μια εναλλακτική προοπτική

   Πρέπει όμως όμως να δούμε και μια άλλη πλευρά: είναι μια προστατευόμενη περιοχή απλώς ένα σύνολο από απαγορεύσεις;

   Ασφαλώς όχι. Προστατευόμενη περιοχή δεν σημαίνει ότι κάνουμε δύσκολη τη ζωή ντόπιων και επισκεπτών. Ναι μεν κάποιες δραστηριότητες όπως η υπερβολική βόσκηση, η ανεξέλεγκτη υλοτομία, οι σκόπιμες πυρκαγιές, το κυνήγι μπορεί να τεθούν υπό περιορισμό, η ένταξη όμως σε καθεστώς προστασίας μιας περιοχής σημαίνει επίσης και κυρίως ότι αυτή θα έχει νέου τύπου αναπτυξιακές ευκαιρίες, ευκαιρίες μάλιστα που θα είναι διαρκείς και ανανεώσιμες και όχι απλά ληστρική εκμετάλλευση πόρων.

   Ο αποκλεισμός π.χ. μεταλλευτικών δραστηριοτήτων από μια παραθαλάσσια ή ορεινή περιοχή φυσικού κάλλους ναι μεν θ’ αποκλείσει την πιθανότητα ν’ απασχοληθούν οι κάτοικοι ως μεταλλωρύχοι, θα δώσει όμως ευκαιρίες απασχόλησης στον τουρισμό και την γεωργία μια και θ’ αποφευχθεί η τοξική ρύπανση νερών και εδαφών της περιοχής ( η Β.Α. Χαλκιδική είναι κλασικό τέτοιο παράδειγμα).

    Προκύπτει εδώ ένα σημαντικό ερώτημα: Θα έρθουν έτσι αυτόματα όλα αυτά;

    Βεβαίως όχι, γι’ αυτό και χρειάζεται πέραν του νομικού καθεστώτος και ένα διαχειριστικό πρόγραμμα με θετικά έργα: επεμβάσεις π.χ. διάσωσης και ανάδειξης μνημείων, νέες υποδομές προσαρμοσμένες στα μεγέθη του χώρου, χρηματοδότηση των φορέων διαχείρισης στην αρχική τουλάχιστον φάση, εκπαίδευση των νέων της περιοχής στις νέες επαγγελματικές δυνατότητες.

   Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: η προσωρινή (επταετής) απαγόρευση του κυνηγίου στο μικρό νησί της Τήλου (Δωδεκάνησα) προσέλκυσε οικοτουρισμό επεκτείνοντας και την τουριστική περίοδο πέραν του καλοκαιριού, ώστε σύσσωμοι οι κάτοικοι απαίτησαν και πέτυχαν την ανανέωσή της.

   Η τεράστια επιτυχία εθνικών πάρκων όπως αυτό του Abruzzo στην κεντρική Ιταλία, όπου υπό καθεστώς ελέγχου και προϋποθέσεων, που θέτει ο φορέας διαχείρισης, εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται μια ορεινή περιοχή, μεγαλύτερο κεφάλαιο της οποίας είναι τα άγρια ζώα (αγριοκάτσικα, αρκούδες, λύγκες κλπ) και τα παραδοσιακά χωριά της, μ’ αποτέλεσμα νέες, μεγαλύτερες από πριν προοπτικές απασχόλησης για τον πληθυσμό, στον τουρισμό, τη βιολογική γεωργία και τα τοπικά προϊόντα.

   Δεν μπορούμε όμως να μην υπογραμμίσουμε ότι οι φορείς διαχείρισης εκτός από σταθερή χρηματοδότηση στα πρώτα χρόνια και κάποια συμπληρωματική χρηματοδότηση όταν επιτύχουν τη μερική αυτοχρηματοδότησή τους, πρέπει να έχουν και εργαλεία εφαρμογής της πολιτικής τους. Να διαθέτουν δηλαδή προσωπικό όχι μόνο επιστημονικό αλλά και επαρκείς σε αριθμό και εκπαίδευση φύλακες. Θεωρώ ότι αναπόσπαστο στοιχείο ενός Φορέα Διαχείρισης θα ‘πρεπε να είναι ένα ΕΙΔΙΚΟ δασαρχείο, ικανό να εγγυηθεί την επιστημονικό και πρακτικό έλεγχο του χώρου και των στοιχείων του.

    Απαιτείται επίσης ενημέρωση του πληθυσμού, εκτέλεση έργων υποδομής που θα έμπρακτα την χρησιμότητα της προστασίας, προτίμηση της ντόπιας εργατικής δύναμης και νεολαίας.

    Απαιτείται πρώτα συνεννόηση και έπειτα επιβολή.

     Δεν έχουμε όμως καλύτερη επιλογή.

     Η χώρα μας διαθέτει ένα ασυνήθιστο για όποια άλλη ευρωπαϊκή, πλούτο οικοσυστημάτων, τοπίων, αρχαιολογικών και φυσικών μνημείων.

     Οφείλουμε να τα διαχειριστούμε βιώσιμα όχι μόνο γιατί μας υποχρεώνουν προς τούτο οι ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και γιατί το χρωστάμε στις επόμενες γενιές. Γιατί αποτελεί όχι βάρος, αλλά πρόκληση και ευκαιρία.

     Γιατί η ποιότητα της ζωής ανεβαίνει όταν ζούμε σ’ έναν τόπο με διατηρημένα τα φυσικά και πολιτιστικά του πλεονεκτήματα.

Γιατί, απλώς, μας συμφέρει.

 

Γιώργος Κανέλλης