Το κράτος είναι ο μεγάλος εμπρηστής των δασών

e2Ο τίτλος του θέματος μπορεί να φαίνεται ακραίος και ισοπεδωτικός. Μπορεί να φαντάζει μια εύκολη, δασκαλίστικη έως και λαϊκίστικη αντίληψη πάνω στα αποκαΐδια της καταστροφής. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι έτσι. Γιατί στο ερώτημα ποιος είναι ο μεγαλύτερος εμπρηστής των δασών η απάντηση είναι μία: το κράτος.

Και είναι το κράτος ο μεγαλύτερος εμπρηστής όχι μόνο γιατί σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες νομοθετεί με άρωμα επιβράβευσης των πάσης φύσεως παρανομιών στις δασικές εκτάσεις, αλλά και γιατί σταθερά δεν κατέστη ικανό να οργανώσει σύστημα πρόληψης και προστασίας ικανό να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά εμπρηστές, καταπατητές, πυρομανείς, πράκτορες των εχθρών, ανόητους και βέβαια τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Το πόρισμα που έθαψαν στο συρτάρι

Το σωτήριο έτος 1993 στην ελληνική πολιτική σκηνή συνέβη κάτι το πρωτοφανές. Η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, που είχε συσταθεί ένα χρόνο νωρίτερα, για να μελετήσει σε βάθος το πρόβλημα των πυρκαγιών και να υποδείξει τρόπους οργάνωσης της δασοπροστασίας για τη μακροπρόθεσμη και αποτελεσματική αντιμετώπισή τους κατέληξε σε ομόφωνο(!) πόρισμα, σε ομόφωνες προτάσεις, που υπέγραψαν οι βουλευτές Διονύσης Μπεχράκης, (πρόεδρος της επιτροπής, βουλευτής ΝΔ), Μόσχος Γικόνογλου (βουλευτής ΠΑΣΟΚ), Αντώνης Σκυλλάκος (βουλευτής ΚΚΕ).

Η κεντρική πρόταση της διακομματικής ήταν η σύσταση ενιαίου φορέα δασοπροστασίας, ο οποίος θα είχε κάθετη δομή και την πλήρη ευθύνη για την προστασία των δασών σε όλα τα στάδια. Πρόληψη, διαχείριση, ανάπτυξη, αλλά και δασοπυρόσβεση, την αντιμετώπιση όλου του κύκλου, όλων των παραγόντων, που συνδέονται άμεσα με την υγεία και την προστασία των δασών.

Στο πόρισμα, για πρώτη φορά, όλες οι αντιμαχόμενες πολιτικές δυνάμεις ομονοούσαν ότι θα πρέπει η συγκρότηση του ενιαίου φορέα και η ανάπτυξη του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού να διέπονται από την εφαρμογή της λεγόμενης «αρχικής προσβολής». Εν ολίγοις στην επέμβαση στο μικρότερο δυνατό χρόνο, έτσι ώστε η φωτιά να μην ξεφύγει. Παράλληλα πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα οργάνωσης, τόσο για την πρώτη ταχύτατη επέμβαση όσο και συγκεκριμένο σχέδιο για την περίπτωση, που η πυρκαγιά μαίνεται εκτός ελέγχου και σε μεγάλο πεδίο δράσης.

Στο πόρισμα υπήρχαν και συγκεκριμένες προτάσεις για τη θεσμική θωράκιση των δασών μέσα από την κατάρτιση δασολογίου και κτηματολογίου.

Δυο χρόνια μετά, το 1995, η Βουλή κάνει ακόμη ένα σημαντικό βήμα, ψηφίζοντας ομόφωνα την εφαρμογή του πορίσματος της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Και μετά …στάχτη και μπούρμπερη! Αφού το ομόφωνα καταρτισθέν και ψηφισθέν πόρισμα πήγε στα σκουπίδια και δεν εφαρμόστηκε ούτε μία από τις προτάσεις του.

Φταίει ο …Χατζηπετρής

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά την ομόφωνη κατάρτιση και ψήφιση αυτού του πορίσματος για τη δασοπροστασία, τα προβλήματα είναι ακόμη πιο σύνθετα λόγω των ορατών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, των όλο και πιο ακραίων πιέσεων για την «αξιοποίηση» του δασικού χώρου με την αστική – αναπτυξιακή αντίληψη και βέβαια λόγω των τελευταίων επτά μνημονιακών χρόνων, στη διάρκεια των οποίων η οικονομική ένδεια επηρέασε δραματικά τον τομέα της δασοπυρόσβεσης.

Και η απάντηση σε όλες αυτές τις προκλήσεις είναι η επί 24 χρόνια απαξίωση του συστήματος μέσα από συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις. Για να το κάνουμε λιανά, το σύστημα προστασίας των δασών είναι σε χειρότερη μοίρα από ό,τι το 1993. Κι αυτό, γιατί πρωτίστως με τη …σαλαμοποίηση έχουν χαθεί οι ρόλοι. 

Για παράδειγμα, το υπουργείο Περιβάλλοντος νομοθετεί για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Την εφαρμογή αναλαμβάνει το υπουργείο Εσωτερικών μέσω των αποκεντρωμένων διοικήσεων όπου ανήκουν τα δασαρχεία. Η πρόληψη θεωρητικά είναι έργο των δασαρχείων και των δήμων και το μόνο σίγουρο είναι ότι την ευθύνη για την κατάσβεση έχει η πυροσβεστική υπηρεσία

Εδώ και χρόνια δεν έχει εκπονηθεί καμιά μελέτη διαχείρισης για κάποιο δάσος της χώρας. Και όταν λέμε μελέτη διαχείρισης εννοούμε τα αυτονόητα δασοκομικά μέτρα, που επιβάλλεται να εφαρμόζονται για την προστασία του. Γιατί όσο καλά και αν οργανωθεί ένας δασοπυροσβεστικός μηχανισμός, δεν θα έχει καμιά τύχη, εάν τα δάση δεν είναι καθαρά, αραιωμένα – σύμφωνα με τις επιταγές των επιστημόνων δασολόγων – και προσβάσιμα από τα επίγεια μέτρα. 

Οι δασικοί χάρτες και το άλλο με τον Τοτό!

Εάν οι μελέτες διαχείρισης θεωρούνται ακρογωνιαίος λίθος για την προστασία των δασών, η ύπαρξη δασικών χαρτών είναι το Α και το Ω της δασικής πολιτικής. Αυτό επισήμαινε και το ομόφωνο πόρισμα του 1993, το οποίο έθετε βασική προτεραιότητα για την προστασία των δασών τη σύνταξη του δασολογίου.

Ακόμη και σήμερα όμως, και ενώ η κατάσταση έχει φτάσει στο κόκκινο, υπάρχουν σοβαρές αντιστάσεις και από βουλευτές και από δημάρχους, προκειμένου η διαδικασία να μην προχωρήσει, μια και η κύρωση των δασικών χαρτών θα δημιουργούσε τετελεσμένα για τους πολιτικούς εκείνους, που έχουν μάθει να πολιτεύονται με δασικά ρουσφέτια και τους ψηφοφόρους εκείνους, που επίσης έχουν εκπαιδευτεί να επιλέγουν με γνώμονα πολεοδομικά ρουσφέτια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές της ανατολικής Αττικής, που τις τελευταίες ημέρες παραδόθηκαν στις φλόγες, αν και η σύνταξη των δασικών χαρτών έχει ολοκληρωθεί από το 2010, η κύρωσή τους δεν έχει γίνει εδώ και επτά χρόνια.

Οπότε τι γίνεται; Για πόσο ακόμη θα καιγόμαστε; Η απάντηση είναι δυστυχώς μία. Για όσο διαιωνίζεται η ίδια μικροπολιτική της ακινησίας και της απαξίωσης. Γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος, που θα βάζει μια πυρκαγιά και πάντα κάποιος, που δεν θα έχει κουνήσει το χέρι του, όταν μπορούσε και όταν έπρεπε.

  ____________________________________________________________________________

Το παραπάνω άρθρο αποτελεί εκτενές απόσπασμα δημοσιεύματος της Βάλιας Μπαζού στην κυριακάτικη εφημερίδα  Documento στις 22-8-2017.